Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αχάλαστος, επίθ.
-
- 1) Που δεν έχει καταστραφεί:
- καστέλλι … αχάλαστον (Tζάνε, Kρ. πόλ. 25125).
- 2) Που δε μπορεί να καταστραφεί, που δεν επιδέχεται φθορά:
- αχάλαστον ιερόν του Θεού (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 454).
[<στερ. α‑ + χαλώ. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- 1) Που δεν έχει καταστραφεί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχάλαστος -η -ο [axálastos] Ε5 : (οικ.) 1. για κτ. που δεν το έχουν χαλάσει, που δεν το έχουν καταστρέψει· άθικτος: ~ δρόμος. Aχάλαστο σπίτι. Aχάλαστα παπούτσια. || Aχάλαστο πρόσωπο, που δεν ασχήμυνε, που διατηρήθηκε στην ίδια καλή κατάσταση. 2. για χρηματικό ποσό το οποίο δεν έχει ξοδευτεί: Έχει αχάλαστα όλα τα χρήματα που του έδωσα. || για χαρτονόμισμα που δεν το χάλασαν, δεν το άλλαξαν με νομίσματα μικρότερης αξίας: Aχάλαστο χιλιάρικο / πεντοχίλιαρο. 3. (παρωχ.) για κπ. που δεν τον έχουν διαφθείρει από ηθική άποψη: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. || (για γυναίκα) αδιακόρευτη, παρθένα.
[α- 1 χαλασ- (χαλώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάλαστος, -η, -ο [axálastos] (& αχάλαγος)
- ① undamaged, undestroyed, unwrecked (syn άβλαβος 1, άφθαρτος 1):
- ~ τοίχος (syn αγκρέμιστος, ακατεδάφιστος) |
- αχάλαστη πόρτα |
- αχάλαστο βιος |
- μεγάλη συνοδειά ξαγνάντεψε να ροβολάει απ' το ψηλότερο χωριό, .. το μόνο που είχε μείνει ακόμα αχάλαστο (Vlachogiannis) |
- τρύπωσε μέσα σ' ένα από τ' αχάλαστα σπίτια, για να ξεσταθεί (ChZalokostas) |
- poem .. το κάστρο της αθώρητης | βουβό, μανταλωμένο, χρόνια στέκει, | αχάλαστο κι απ' των βοριάδων το αγριομάνισμα (Malakasis)
- ⓐ undestroyed, unhurt, unharmed, unkilled, not slain, not murdered (syn ασκότωτος, αφόνευτος):
- μόνο τις γυναίκες άφησαν αχάλαστες οι ληστές, τους άλλους τους χάλασαν |
- poem .. τον σπλαχνίστηκε τους θρήνους του γροικώντας | κι έγνεψε απείραχτο το ασκέρι του κι αχάλαστο να μείνει (Homer Il 9.246 Kaz-Kakr)
- ⓑ not having gone bad, not decayed, undamaged, unspoiled (near-syn αναλλοίωτος 1, ant χαλασμένος):
- ~ σπόρος |
- αχάλαστο γάλα, κρασί, τυρί |
- αχάλαστα φρούτα
- ② not affected by improper or base influences, unspoiled, uncorrupted (syn αδιάφθορος 1, άφθαρτος 2b):
- εκπροσωπεί τον .. πρωτόγονο και αφελή, αλλά σχετικά αχάλαστο στην ψυχή Έλληνα (GIoannou)
- ⓒ undefiled by sexual contact, not deflowered, unviolated, untouched (syn αδιακόρευτη, άσπαστος 3):
- αχάλαστη κοπέλα
- ③ undisturbed, unbroken, uninterrupted (near-syn αδιάκοπος):
- γλιστρούν ήσυχα οι μεγάλες σταγόνες των κεχριμπαριών του κομπολογιού του σε αχάλαστο, αργό ρυθμό (Papantoniou)
- ④ unexpended, unspent, intact (syn αδαπάνητος, αξόδευτος 2):
- αχάλαστη περιουσία |
- αχάλαστα χρήματα
- ⓓ (of money) not changed into smaller denominations:
- κρατάει ένα χιλιάρικο αχάλαστο
- ⑤ undamageable, indestructible, imperishable (syn in άφθαρτος 3):
- αχάλαστη ψυχή |
- αμάξια σκεπαστά γερά και αχάλαστα, αρματωμένα με κανόνια, που θα χώνονται στις εχθρικές τάξεις (Papantoniou) |
- άτομα .. είναι τα μικροσκοπικά, αχώριστα, αχάλαστα κι αιώνια αρχικά στοιχεία (Theodoridis) |
- να φροντίσουν οι ίδιοι να γίνουν το κέντρο ζωής και σκέψης, αχάλαστο από το χρόνο (Apostolakis) |
- ατσαλώνει τη σκέψη, κάνοντάς τη αχάλαγη κι αστραφτερή (Romas)
- ⓔ indestructible, everlasting, permanent (syn in άφθαρτος 3b):
- νοιώθω μέσα στην καρδιά μου πως είναι αχάλαστη η αγάπη (Psichari) |
- μου μένει πάντα αχάλαστη, ζωντανή στη σπαραγμένη μου ενθύμηση η τελευταία της ματιά (Palam) |
- δεν είχε προλάβει ωστότες να κάμει τίποτα αχάλαστο, κάτι που ν' αφθαρτίσει τ' όνομά του (Prevelakis)
[fr postmed, ByzG (4th c.), cpd w. *χαλαστός (: χαλώ)]
- ① undamaged, undestroyed, unwrecked (syn άβλαβος 1, άφθαρτος 1):



