Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφύσικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφύσικα [afísika] adv
  • ① unnaturally, preternaturally, unordinarily, abnormally (near-syn ανώμαλα 3, ant φυσικά, φυσιολογικά):
    • ~ μακρύς ύπνος |
    • ~ χλωμός άνθρωπος |
    • ~ μεγάλο χέρι |
    • εβίασαν τόσο ~ τη σκέψη τους, ώστε έγραψαν τα στρυφνότερα ελληνικά (Kanellop) |
    • τα μάτια της έλαμπαν ~ μέσα στο ωχρό πρόσωπο (Roufos) |
    • οι φόρμες της δουλειάς τους φούσκωναν ~ (Koumantareas)
  • ② unnaturally, unrealistically (ant ρεαλιστικά, φυσικά):
    • βλέπουν πόσο ~ ζωγραφίζει ο πρωτόγονος ή το παιδί (Papanoutsos)

[der of αφύσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες