Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφόρμηση [afόrmisi] η, (L)
- starting point, base, basis (near-syn αφετηρία, βάση):
- μέσα του υπάρχουν και οι αφορμήσεις για ένα νέο ξεκίνημα (Papanoutsos) |
- για την πορεία αυτή είχε σημαντικές αφορμήσεις από τον Πλάτωνα κι ας τους έδωσε νέο περιεχόμενο (Tatakis)
[fr kath (neol) αφόρμησις, cpd w. (Vettius Valens, schol. Ap. Rhod.) ¬ρμησις; cf ἐνόρμησις, ἐξόρμησις, ἐφόρμησις etc]
- starting point, base, basis (near-syn αφετηρία, βάση):