Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφυπνιστικό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αφυπνιστικό [afipnistikό] το, (L)
  • medication causing awakening or arousal, stimulant (near-syn διεγερτικό):
    • γιατρέ, ένα ~ για το παιδάκι, για να ζωηρέψει (Palaiologos)

[substantiv. n of αφυπνιστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφυπνιστικός, -ή, -ό [afipnistikós] (L)
  • ① causing emergence fr sleep, awakening (ant αποναρκωτικός 1, υπνωτικός):
    • διαπιστώθηκε η αφυπνιστική ικανότητα του καφέ
  • ② fig arousing, stirring, exciting, stimulating (near-syn διεγερτικός):
    • ο λεγόμενος μεσοπόλεμος ανήκει στην κριτική του Γ. Aποστολάκη και του Φ. Πολίτη, βίαιη αλλά και αφυπνιστική (Panagiotop) [fr kath (neol) αφυπνιστικός, der of αφυπνιστής w. suff -ικός; cf âξυπνιστικός (Pallad.Laus.

[before 431 AD] 43.3)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες