Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφυπηρετώ [afipiretó] Ρ10.9α : (λόγ.) απολύομαι από το στρατό.
[λόγ. αφ- (δες απο-) υπηρετώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφυπηρετώ [afipiretό] αφυπηρετεί, aor αφυπηρέτησα, pf & plupf έχω-είχα αφυπηρετήσει, (L)
- ① leave service (profession etc), retire, (syn αποστρατεύομαι 2b, αποσύρομαι 2b, αποτραβιέμαι 5, αποχωρώ 2)
- ② milit complete one's period of duty, be discharged (syn απολύομαι, αποστρατεύομαι 2):
- οι στρατιώτες αφυπηρετούν και δε βρίσκουν δουλειά [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1896]) αφυπηρετώ, cpd of pref αφ- & υπηρετώ]



