Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφρόξυλο το [afróksilo] Ο41 : ξύλο από αφροξυλιά.
[αφρ(ός) -ο- + ξύλο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρόξυλο [afrόksilo] το, region. = αφροξυλιά
- :
- poem τι κάθομαι, δεν πελεκώ μια κι έχω το κοπίδι, | δεν πελεκώ τ' ~, τον πύξο δε σκαλίζω; (Athanas)
[cpd w. ξύλο]



