Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρόντιστα [afrόndista] adv
- ① without care or worry, in a carefree manner, unconcernedly (syn in αφρόντιδα):
- αποκρίνεται, κοιτάζει, χορεύει ~ |
- ~ το άνοιξα το γράμμα, .. γιατί δεν είχα ως τότε τίποτε μυστικό για τη μνηστή μου (Palam) |
- ξεθαρρεμένα τα κορίτσια .. αρχίζουνε να φλυαρούν μεταξύ τους ~ (Terzakis) |
- ακούγεται .. το ήρεμο κουδούνισμα των γιδιών και των προβάτων, που βοσκολογάνε ~ (Petsalis) |
- χαίρονται ~ τα πρώτα χρόνια της ζωής τους (Sachinis)
- ② carelessly, inattentively, negligently, indifferently (syn άμελα 1, ανάμελα 1, ατημέλητα):
- άλλος περίμενα πως θα ήταν ο τόμος και άλλον τον κατάντησεν ~ ο εκδότης (Palam) |
- με τον άσπρο σάκκο ~ κουμπωμένο και το κόκκινο μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα τσαλαβουτούσε στα νερά (Karkavitsas) |
- γιατί να έχει ντυθεί τάχα έτσι ~, καθαυτό φτωχικά; (Terzakis) |
- κάποιος ζωγράφος έχει τραβήξει ~ πελώριες πινελιές (Varelas)
[der of αφρόντιστος; cf kath αφροντίστως ← AG 'inconsiderately']
- ① without care or worry, in a carefree manner, unconcernedly (syn in αφρόντιδα):



