Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρόλουτρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφρόλουτρο το [afrólutro] Ο41 : καλλυντικό αρωματικό σαπούνι σε ρευστή μορφή.

[λόγ. αφρ(ός) -ο- + λουτρ(ό) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρόλουτρο [afrόlutro] το,
  • ① substance used to produce foam in the bath, bubble bath
  • ② washing o.s. in a foam-filled bath, bubble bath:
    • έκανε ένα ~ για να ξεκουραστεί

[neol, calqued on Eng bubble bath]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες