Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρόκρεμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφρόκρεμα η [afrókrema] Ο27α : (οικ.) το εκλεκτότερο τμήμα ενός συνόλου: Στο γάμο του είχε προσκαλέσει την ~ της αθηναϊκής κοινωνίας.

[αφρ(ός) -ο- + κρέμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρόκρεμα [afrόkrema] η,
  • ① cream, whipping cream (syn in ανθόγαλα):
    • η ~ γίνεται, άμα αφήσετε το γάλα λίγη ώρα και ανέβει στην επιφάνεια το βούτυρό του (Saratsis)
  • ⓐ (sweetened) whipped cream (syn κρέμα σαντιγί)
  • ② fig the best or choicest part of sth, cream (syn in αφρόγαλα 2):
    • μια μικρή συντροφιά αποτελούσε την ~ των θεατρικών γραμμάτων |
    • το τσάι της κ. Mπ. συγκέντρωσε την εποχή εκείνη την ~ της αθηναϊκής κοινωνίας (Nirvanas) |
    • υποσχέθηκαν να στείλουν δυο χιλιάδες οπλίτες, .. την ~του στρατού τους (Karagatsis) |
    • αιμομίχτες, πόρνοι, σωματέμποροι, όλη η ~, ξεδιαλεγμένοι ένας κι ένας (Lamprou)

[cpd w. κρέμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες