Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρόγαλα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφρόγαλα το [afróγala] Ο49 (κυρ. στην ονομ. και αιτ. εν.) & αφρόγαλο το [afróγalo] Ο41 : πηχτό, λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος όταν βράζει· ανθόγαλα, καϊμάκι.

[ελνστ. ἀφρόγαλα· αφρόγαλ(α) μεταπλ. -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρόγαλα [afrόγala] το, (& αφρόγαλο)
  • ① fatty part of milk that rises to the surface, cream, whipping cream (syn in ανθόγαλα):
    • χέρια λευκά σαν ~
  • ② fig the best or choicest part of sth, pick, cream (syn άνθος 2, αφρόκρεμα 2, αφρός 3b, κρέμα):
    • η σάλα γεμάτη από το ~του λεγόμενου καλού κόσμου (Palam) |
    • poem .. να χορτάσει θέλει | με της γης τ' ~ (Palam)

[fr LK (Galen) ἀφρόγαλα, 'frothed milk', cpd w. γάλα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρογαλάζιος, -α, -ο [afroγalázjos] (also αφρογαλάζος -η, -ο & αφρογάλαζος, -η -ο)
  • foamy and blue:
    • ανοίγανε πάνου στη θάλασσα τρεις αφρογάλαζες κυματιστές κορδέλες (Vlami) |
    • poem .. ανέβαινε, κατέβαινεν ο νους του, | σα γλάρος σιωπηλός καθούμενος στο αφρογαλάζο κύμα (Kazantz Od 1.1378)

[cpd w. combin form αφρο- & γαλάζιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες