Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφροσύνη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφροσύνη η [afrosíni] Ο30 : (λόγ.) η ιδιότητα του άφρονα. ANT σωφροσύνη: Πολιτεύτηκε με ~.

[λόγ. < αρχ. ἀφροσύνη]

[Λεξικό Κριαρά]
αφροσύνη η· ?αφορσύνη.
  • Έλλειψη φρόνησης, απερισκεψία:
    • (Iστ. Bλαχ. 1508).

[αρχ. ουσ. αφροσύνη. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροσύνη [afrosíni] η, (L)
  • mindlessness, foolishness, folly, madness (syn αμυαλιά 1, τρέλα, ant φρόνηση):
    • η αδιαλλαξία και ~ της ηγεσίας των τραπεζοϋπαλλήλων οδήγησαν τη διένεξη στα δικαστήρια |
    • οι δυνάμεις [των Iταλών] .. νοιώθουν πως ξανοίχτηκαν με κάμποση ~ (Terzakis) |
    • η δικαιοσύνη και η φρόνηση .. έχουν απέναντί τους την αδικία και την ~ (Theodorakop) |
    • προβλέπουμε απανωτές εκρήξεις μανίας και αφροσύνης (Vrettakos)
  • ① foolish or mad act (syn αμυαλιά 2, τρέλα):
    • δε θα κάμουνε την ~ να πάνε να κλειστούνε στην Tρίπολη (Melas)

[fr kath αφροσύνη ← postmed, MG (Manasses etc) ← K, AG (Homer+); cf εὐφροσύνη (Homer+), σωφρο-, φιλοφροσύνη (Homer+) etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες