Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφρολέξ το [afroléks] Ο (άκλ.) : εμπορική ονομασία ενός είδους αφρώδους ελαστικού: Στρώμα / μαξιλάρι από ~.
[λόγ. αφρό(ς) + (ε)λ(αστικό) + -έξ (δημιουργία κατά τα αγγλ. πρότυπα), σήμα κατατ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρολέξ [afroléks] το, indecl
- foam rubber:
- στρώμα, σφουγγάρι από ~ |
- κάθισμα ~ |
- poem η φωνή μου πνίγεται σ' ~ καναπέδων (Chakkas)
[perh fr trade name; cf στρωματέξ]
- foam rubber:



