Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφροδισιασμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφροδισιασμός ο [afroδisiazmós] Ο17 : (λόγ.) απόλαυση που προσφέρει η σεξουαλική επαφή.

[λόγ. < αρχ. Ἀφροδισιασμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροδισιασμός [afro∂isiazmós] ο, (L)
  • ① sexualism, lustfulness, venery (syn in αφροδισία 2):
    • άνθρωπος με έντονο αφροδισιασμό highly-sexed person |
    • με το διεστραμμένο αφροδισιασμό της χορτάτης σάρκας ανάσαινε τις αρμυρές οσμές, που ανάδινε το κορμί της αγαπητικιάς του (Karagatsis)
  • ② activity aimed at sexual gratification, sexual intercourse, venery, coitus:
    • τα κορίτσια γύρισαν τσακισμένα από τα παράξενα χάδια του .. και μισότρελα από τους παράξενους αφροδισιασμούς του (id.)

[fr kath αφροδισιασμός ← AG ('sexual intercourse', Hippocr, Aristotle), der of AG ἀφροδισιάζω 'have sexual intercourse']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες