Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφριά [afriá] η, (& άφρια) = άφρη 1
- :
- πάνιασαν τα χείλη της, άφρια κάθισε στην άκρη τους (Grigoris) |
- poem σαν ο γήλιος το γροικά, | άφρια απ' το θυμό του χύνει (Skipis)
- [fr dial (Dodec
[Kasos]) αφρία, this der of αφρός w. suff -ία]



