Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφούν, σύνδ.,
- βλ. αφού.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφούντο s. αφόντο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφούντωτος -η -ο [afúndotos] Ε5 : που δεν έχει φουντώσει. 1. για φυτό: α. που δεν έχει βγάλει πυκνό φύλλωμα. ANT φουντωμένος. β. που ακόμα δεν έχει βγάλει φούντα, θύσανο. ANT φουντωτός. 2. (μτφ., προφ.) που ακόμα δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις, δεν απόκτησε μεγάλη ένταση ή έκταση: Aφούντωτη φωτιά. Aφούντωτο γλέντι.
[α- 1 φουντώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφούντωτος, -η, -ο [afúndotos]
- ① not having grown bushy w. leaves, not tufted, not leaved (near-syn αφύλλωτος, ant φουντωμένος, φουντωτός):
- αφούντωτη λεμονιά, πορτοκαλιά
- ② not having been enlivened or stirred up, not enlivened, unenlivened (ant φουντωμένος):
- αφούντωτο γλέντι
[cpd w. φουντωτός]
- ① not having grown bushy w. leaves, not tufted, not leaved (near-syn αφύλλωτος, ant φουντωμένος, φουντωτός):