Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφούγκρασμα [afúŋgrazma] το,
- act of listening or hearing, listen (near-syn άκουσμα 1, ακρόαση 1):
- νιώθουνε ξανά .. το τρομαγμένο ξαγρύπνισμα και το λαχανιασμένο ~ στους απόμακρους βρόντους (Petsalis) |
- poem .. έχει κέφια γι' αναμονές | κι ακουμπίσματα στα παράθυρα | και κοιτάγματα απ' τις πόρτες κι αφουγκράσματα (Montis)
[der of αφουγκράζομαι]
- act of listening or hearing, listen (near-syn άκουσμα 1, ακρόαση 1):