Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφουκρούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αφουκρούμαι· αφηγκρούμαι· αφηκρούμαι· αφκρούμαι· αφουγκρούμαι· εφκρούμαι· ’φηκρούμαι· ’φουκρούμαι.
  • 1) Aκούω προσεκτικά:
    • αφουκρού καλά το σημερνό μαντάτο (Eρωτόκρ. Δ´ 432
    • (αμτβ.):
      • (Θησ. Γ´ [151]).
  • 2) Πείθομαι (σε κ.), υπακούω (σε κάπ.):
    • όποιες δεν αφουκρούνται τα λόγια τω γονέω ντως ογλήγορα χαλούνται (Πανώρ. E´ 253· Zήν. B´ 263).
  • 3) Aκούω:
    • το χτύπο του κουτσουναριού … αφουκράτο (Eρωτόκρ. B´ 670
    • (αμτβ.):
      • τ’ αφτιά τα ’χω για ν’ αφουκρούμαι (Θυσ. 606).

[<αρχ. επακροάομαι. H λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες