Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφουγκραστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφουγκραστής [afuŋgrastís] ο,
  • ① listener, auditor (syn ακροατής 1):
    • τη γαλήνη της νύχτας διακόφτουν μυκηθμοί· διερωτάται ο άγρυπνος ~, να 'ναι τ' αγρίμια, τα τσακάλια (Papatsonis)
  • ② listener-in, eavesdropper (syn κρυφακουστής, L ωτακουστής) [der of αφουγκράζομαι; cf postmed (Somavera) αφκριστής (der of αφηκρούμαι & αφκρούμαι

[Somavera] ← επακροώμαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες