Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφουγκράστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφουγκράστρα [afuŋgrástra] η,
  • female eavesdropper:
    • ήταν η γειτόνισσα, που δεν της ξεφεύγει τίποτα, η κακιά γλώσσα· .. η κοιταξού κι η ~ (Papantoniou)

[der of αφουγκραστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες