Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφουγκράστρα [afuŋgrástra] η,
- female eavesdropper:
- ήταν η γειτόνισσα, που δεν της ξεφεύγει τίποτα, η κακιά γλώσσα· .. η κοιταξού κι η ~ (Papantoniou)
[der of αφουγκραστής]
- female eavesdropper:



