Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφοσιωμένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφοσιωμένα [afosioména] adv (L)
  • w. dedication, devotedly (near-syn πιστά):
    • ανήκει τώρα κι αυτός σε άλλη γυναίκα, που τον αγαπά ~ (Thrylos)

[der of αφωσιωμένος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες