Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορών -ώσα -ών
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αφορών, -ώσα, -ών [aforόn] (L)
  • pertaining to, relating to, concerning, regarding, dealing w. (syn αναφερόμενος 1, σχετιζόμενος):
    • θέματα αφορώντα τη δραστηριότητα της συμμαχίας |
    • ο .. δεύτερος τόμος περιλαμβάνει άλλες δέκα επτά μελέτες αφορώσες στην αισθητική της βυζαντινής τέχνης (Michelis)

[fr kath αφορών, prp of αφορώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορώντα [aforόnda] τα, (L)
  • matters pertaining to or concerning (s.o. or sth):
    • επί πολλά χρόνια ερεύνησε τα ~ στα ευρυτανικά περασμένα (Vasileiou)

[fr kath τα αφορώντα, substantiv. n of αφορών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες