Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφορώντα [aforόnda] τα, (L)
- matters pertaining to or concerning (s.o. or sth):
- επί πολλά χρόνια ερεύνησε τα ~ στα ευρυτανικά περασμένα (Vasileiou)
[fr kath τα αφορώντα, substantiv. n of αφορών]
- matters pertaining to or concerning (s.o. or sth):



