Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορώντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφορώντα [aforόnda] τα, (L)
  • matters pertaining to or concerning (s.o. or sth):
    • επί πολλά χρόνια ερεύνησε τα ~ στα ευρυτανικά περασμένα (Vasileiou)

[fr kath τα αφορώντα, substantiv. n of αφορών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες