Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορώ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφορώ [aforó] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ., στο γ' πρόσ.) : για κτ. το οποίο έχει σχέση με κπ. ή με κτ., που ενδιαφέρει κπ. ή κτ., που αναφέρεται σε κπ. ή σε κτ.: H υπόθεση αφορά τη δικαιοσύνη. Mελέτησα προσεκτικά ό,τι αφορά τη νομική πλευρά του ζητήματος. Εξετάστηκαν όλα τα θέματα που αφορούν την εθνική άμυνα. Tο υπονοούμενο δεν αφορούσε εσένα / εσάς. Kτ. αφορά εμένα / εσένα / αυτόν ή με / σε / τον αφορά, είναι δικός μου / σου / του λογαριασμός, υπόθεση: Δε με αφορούν οι πολιτικές του πεποιθήσεις. Δε σε αφορούν οι επιπτώσεις του προβλήματος. Ό,τι πω σας αφορά όλους. Ενδιαφέρεται μόνο για ό,τι την αφορά άμεσα. (έκφρ.) όσον αφορά…, σχετικά με: Όσον αφορά τώρα τον αδερφό σου… Όσον αφορά τα έξοδα, θα τα καλύψει η εταιρεία. Όσον αφορά το οικονομικό μέρος του ζητήματος… Όσον αφορά εμένα, δεν πρόκειται να έρθω.

[λόγ. < αρχ. ἀφορῶ `κοιτάζω προσεκτικά, κοιτάζω προς΄ σημδ. γαλλ. regarder (ça me regarde)]

[Λεξικό Κριαρά]
αφορώ.
  • Aναφέρομαι σε κάπ., έχω σχέση με κάπ.:
    • αύτη η δουλεία προς σε αφορᾴ (Σφρ., Xρον. 13217).

[αρχ. αφοράω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορώ s. αφορά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αφορών, -ώσα, -ών [aforόn] (L)
  • pertaining to, relating to, concerning, regarding, dealing w. (syn αναφερόμενος 1, σχετιζόμενος):
    • θέματα αφορώντα τη δραστηριότητα της συμμαχίας |
    • ο .. δεύτερος τόμος περιλαμβάνει άλλες δέκα επτά μελέτες αφορώσες στην αισθητική της βυζαντινής τέχνης (Michelis)

[fr kath αφορών, prp of αφορώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορώντα [aforόnda] τα, (L)
  • matters pertaining to or concerning (s.o. or sth):
    • επί πολλά χρόνια ερεύνησε τα ~ στα ευρυτανικά περασμένα (Vasileiou)

[fr kath τα αφορώντα, substantiv. n of αφορών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες