Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφορολόγητα [aforolόyita] adv (L)
- without being liable to taxation (syn phr χωρίς επιβολή φόρου):
- οι συνταξιούχοι επιτρέπεται να εργάζονται ~ [der of αφορολόγητος; cf kath (neol |
- Koumanoudis
[1892]) αφορολογήτως]
- without being liable to taxation (syn phr χωρίς επιβολή φόρου):



