Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφορία
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφορία η [aforía] Ο25 : (λόγ.) έλλειψη γονιμότητας του εδάφους. ANT ευφορία.

[λόγ. < αρχ. ἀφορία]

[Λεξικό Κριαρά]
αφορία η.
  • Έλλειψη παραγωγής, ακαρπία:
    • εγένετο … αφορία του σίτου παντελής (Notizb. 79).

[αρχ. ουσ. αφορία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφόρια [afόrja] τα, region.
  • unworn clothes

[substantiv. n pl of αφόριος (var of αφόρετος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορία [aforía] η, (L)
  • unfruitfulness, unproductiveness, barrenness, infertility (syn αγονία a, ακαρπία 1, αστοχιά 2, σιτοδεία):
    • η ~ του εδάφους λιγοστεύει ολοένα τη συγκομιδή |
    • έτυχε τότε να πέσει ~ στον τόπο· κι οι θεοί δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια (Panagiotop) [fr kath αφορία ← MG (S. Kugéas Notizbuch

[beginning of 15th c.] 79) ← K (also pap), AG, der of ἄφορος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go