Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιόνισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφιόνισμα [afjόnizma] το,
  • act or process of opiating or stupefying

[der of αφιονίζω; cf οπιοποσία (Koumanoudis: 1886)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες