Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιόνι
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφιόνι το [afxóni] Ο44 : α.(λαϊκότρ.) η ναρκωτική ουσία όπιο και το φυτό από το οποίο παράγεται: Παίρνω / πίνω ~. Ποτίζω κπ. (με) ~, αφιονίζω. Tου ΄βαλαν ~ στο κρασί κι αποκοιμήθηκε. β. (μτφ.) ό,τι επιφέρει πνευματική νάρκωση ή φανατισμό: Άβουλη θέληση, ποτισμένη με ~.

[μσν. αφιόνι(ον) αντδ. < τουρκ. afyon -ι(ον) < περσ. < ελνστ. ὄπιον (υποκορ. του αρχ. ὀπός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφιόνι [afjόni] το, bot
  • ① opium poppy, Papaver somniferum (syn όπιο):
    • poem με άσπρα μεγάλα αφιόνια στα μαλλιά, τα δέντρα αναμερίζει (Kazantz Od 17.701)
  • ② opium (syn όπιο):
    • έδινα .. χούφτ' ~ στους αράπηδες κι έπαιρνα χούφτα μάλαμα (Karkavitsas) |
    • οι μανάδες δίνανε ~ στα μωρά, να μην μπήξουνε τα κλάματα (Petsalis)

[fr MG αφιόνιον ← Turk afyon ← K ὄπιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφιονίζω [afxonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ναρκώνω, κοιμίζω κπ. δίνοντάς του αφιόνι. 2. (μτφ., συνήθ. παθ.) α. κάνω κπ. να χάσει την πνευματική του διαύγεια, ναρκώνω τη σκέψη του: Mε τέτοια παραμύθια μας αφιονίζουν και μας εξαπατούν, μας αποκοιμίζουν. || Bλέμμα αφιονισμένο και χαύνο. β. φανατίζω κπ. πολύ, με μια ιδέα συνήθ. οπισθοδρομική: Aφιονισμένοι από την καθαρεύουσα και το ρομαντισμό αρνούνται την καινούρια ιδέα. Ο αφιονισμένος όχλος τον σκότωσε με λιθοβολισμό. γ. (παθ.) κυριεύομαι από ένα βίαιο συναίσθημα οργής, μανίας, μανιάζω, λυσσάω2: Kάνω σαν αφιονισμένος, σαν τρελός.

[αφιόν(ι) -ίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφιονίζω [afjonízo] ipf αφιόνιζα, aor αφιόνισα, pf & plupf έχω-είχα αφιονίσει, mediop αφιονίζομαι, ipf αφιονιζόμουν, aor subj αφιονιστώ, pf & plupf έχω-είχα αφιονιστεί, είμαι-ήμουν αφιονισμένος
  • ① cause to take opium, subject to the influence of opium, opiate, dope
  • ② fig deaden or distort one's judgement or understanding, opiate, stupefy, dope:
    • να ειπώ πως δεν με αφιόνισε αίσθημα εθνικής περηφάνειας, δεν θα ήταν αλήθεια (Athanas) |
    • έτσι μας αφιονίσαν και μας χώσανε στα τανκς και τα καμιόνια (Lamprou) |
    • poem είναι επινόηση του κομμουνισμού, | για να αφιονίζει τις μάζες (Sarantis)
  • ⓐ mi αφιονίζομαι lose one's judgement or understanding, become stupefied or doped:
    • αφιονίζεσαι, σα να ακούς παραμύθι γεμάτο έρωτα, αίματα και μοιρολόγι (Kazantz) |
    • άκουγε με προσοχή .. τα πολλά λόγια του K. και σαν να αφιονιζόταν (Petsalis) |
    • θ' αφιονιστεί με τα πάθη της και τα πάθη τους (Karagatsis) |
    • ο λαός από τα ψηλότερα στρώματα .. ως τα χαμηλότερα ήταν αφιονισμένος ως το μεδούλι (Chourmouzios)

[der of αφιόνι]

[Λεξικό Κριαρά]
αφιόνιον το.
  • Όπιο:
    • Aφιόνιον κοκκία τρία μετά κρέατος διδόμενον ωφελεί (Oρνεοσ. 58017).

[αντιδ. <τουρκ. afyon <ελλην. όπιον. H λ. στο Du Cange και σήμ. (ι)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφιόνισμα [afjόnizma] το,
  • act or process of opiating or stupefying

[der of αφιονίζω; cf οπιοποσία (Koumanoudis: 1886)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφιονισμένος, -η, -ο [afjonizménos]
  • ① intoxicated by opium, high (near-syn μαστουρωμένος, ναρκωμένος)
  • ② fig having had one's judgement or understanding deadened or distorted, stupefied, doped:
    • του ρίχνονται αμέσως οι αρχαϊστές .. και το νωθρό πλήθος, το ανίδεο κι αφιονισμένο από τους ηγέτες του (Fteris) |
    • έθνος .. αφιονισμένο από πατριδοκαπηλικές χίμαιρες (Chourmouzios) αφιονισμένοι απ' το παιχνίδι, μήτε είχαν δει μήτε καταλάβει (Plaskovitis)
  • ⓐ hysterically excited or angered (syn μανιασμένος, φρενιασμένος)

[ppp of αφιόνισμα; cf οπιοπότης (Ouranis)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφιονισμός ο [afxonizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του αφιονίζω2· τυφλός φανατισμός ή πνευματική αποχαύνωση: Ο τύπος, ευθύνεται κι αυτός για τον πολιτικό αφιονισμό της χώρας.

[λόγ. αφιονισ- (αφιονίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες