Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιππεύω [afipévo] Ρ5.1α : (λόγ.) κατεβαίνω από άλογο· ξεκαβαλικεύω.
[λόγ. < αρχ. ἀφιππεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιππεύω [afipévo] aor subj αφιππεύσω, pf & plupf έχω-είχα αφιππεύσει, pf pt αφιππευμένος, (L)
- alight fr a horse, dismount (syn ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω, πεζεύω):
- οι άνδρες του αναγκάζονται ν' αφιππεύσουν και μεταβάλλονται σε πεζούς στρατιώτες (Vacalop) |
- ο άγιος παριστάνεται να έχει αφιππεύσει και να προσεύχεται γονατιστός (Pallas)
[fr kath αφιππεύω ← K ἀφιππεύομαι (Charito 3.7, var. lect.), AG 'ride away']
- alight fr a horse, dismount (syn ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω, πεζεύω):



