Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφιονισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφιονισμός ο [afxonizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του αφιονίζω2· τυφλός φανατισμός ή πνευματική αποχαύνωση: Ο τύπος, ευθύνεται κι αυτός για τον πολιτικό αφιονισμό της χώρας.

[λόγ. αφιονισ- (αφιονίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go