Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφιονισμένος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφιονισμένος, -η, -ο [afjonizménos]
  • ① intoxicated by opium, high (near-syn μαστουρωμένος, ναρκωμένος)
  • ② fig having had one's judgement or understanding deadened or distorted, stupefied, doped:
    • του ρίχνονται αμέσως οι αρχαϊστές .. και το νωθρό πλήθος, το ανίδεο κι αφιονισμένο από τους ηγέτες του (Fteris) |
    • έθνος .. αφιονισμένο από πατριδοκαπηλικές χίμαιρες (Chourmouzios) αφιονισμένοι απ' το παιχνίδι, μήτε είχαν δει μήτε καταλάβει (Plaskovitis)
  • ⓐ hysterically excited or angered (syn μανιασμένος, φρενιασμένος)

[ppp of αφιόνισμα; cf οπιοπότης (Ouranis)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go