Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιλότιμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφιλότιμα [afilόtima] adv
  • impudently, shamelessly, brazenly (syn αδιάντροπα, αναίσχυντα, L ασύστολα):
    • την φιλεί ~ στο στήθος

[fr postmed (Somavera) αφιλότιμα, der of αφιλότιμος2; cf αφιλοτίμως Polyb 12.23.8; 'lukewarmly' PPetr. 2 p.5]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες