Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιλοτιμία η [afilotimía] Ο25 : η έλλειψη φιλοτιμίας, φιλότιμου. ANT φιλοτιμία: H ~ του δεν έχει όρια.
[λόγ. < αρχ. ἀφιλοτιμία `έλλειψη φιλοδοξίας΄ κατά τη σημ. της λ. φιλότιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοτιμία [afilotimía] η,
- lack of a sense of honor or self-respect, disregard for one's position or obligations, unconscientiousness (ant φιλοτιμία, φιλότιμο):
- η κοινή γνώμη καταλογίζει του ζωηρού έφηβου ~ |
- δεν το κάνει από φυγοπονία και ~ |
- η ~ αυτού του ανθρώπου τον είχε σαστίσει· .. άλλος με τέτοιο εξωτερικό θα 'κανε θάματα στο εμπόριο (Xenop)
[fr postmed (Somavera) αφιλοτιμία ← AG (Aristotle), cpd w. φιλοτιμία]
- lack of a sense of honor or self-respect, disregard for one's position or obligations, unconscientiousness (ant φιλοτιμία, φιλότιμο):



