Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφιλοκαλία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφιλοκαλία η [afilokalía] Ο25 : (λόγ.) ακαλαισθησία.

[λόγ. < ελνστ. ἀφιλοκαλία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφιλοκαλία [afilokalía] η, (L)
  • lack of a sense or love of beauty, tastelessness, grossness (syn in απειροκαλία):
    • ο Π. Σ. .. συνεχίζοντας .. μια αχαλίνωτη ρομαντική παραγωγή, μνημονεύεται πάντα σαν πρότυπο αφιλοκαλίας (Dimaras)

[fr kath αφιλοκαλία, der of (PatrG) φιλοκαλία or der of αφιλόκαλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go