Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιλία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφιλία [afilía] η, (L)
  • lack of friendship or affection (ant φιλία):
    • έχει ~ προς το δημοσιογραφικό λειτούργημα

[fr kath αφιλία ← K, AG 'lack of friends']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες