Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλία [afilía] η, (L)
- lack of friendship or affection (ant φιλία):
- έχει ~ προς το δημοσιογραφικό λειτούργημα
[fr kath αφιλία ← K, AG 'lack of friends']
- lack of friendship or affection (ant φιλία):



