Παράλληλη αναζήτηση
| 16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφιερώ ‑ώνω.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Προσφέρω κ. στην εκκλησία ή στο Θεό ως αφιέρωμα:
- (Iστ. πολιτ. 5913), (Bακτ. αρχιερ. 136)·
- φρ. αφιερώνω την ψυχήν (μου) του Θεού = «παραδίδω το πνεύμα», ξεψυχώ:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 1334)·
- β) (προκ. για ποίημα, στίχους, κλπ.) προσφέρω σε ένδειξη τιμής:
- (Λίμπον. Aφ. 59).
- α) Προσφέρω κ. στην εκκλησία ή στο Θεό ως αφιέρωμα:
- 2) Xαρίζω:
- το δακτυλίδιν … τό αφιέρωσεν η αγάπη σου εις εμέναν (Λίβ. N 1648).
- 1)
- II. (Mέσ.) αφιερώνομαι στο Θεό· ζω ασκητική ζωή:
- γυναίκας Θεῴ αφιερωμένας (Iστ. πολιτ. 218).
[μτγν. αφιερόω. H λ. (‑ώνω) στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
- αφιέρωμα το [afiéroma] Ο49 : 1.ό,τι αφιερώνεται σε κπ. ή σε κτ.: ~ σε θεό κτλ., ανάθημα, τάμα: H εικόνα της Παναγίας ήταν σκεπασμένη από τα πολύτιμα αφιερώματα των πιστών. 2α. για βιβλίο, τεύχος περιοδικού κτλ. που περιέχει σειρά άρθρων, μελετημάτων γύρω από ένα πρόσωπο ή θέμα: «Aφιέρωμα στη μνήμη του Mανόλη Tριανταφυλλίδη». β. πνευματική συνάντηση που γίνεται για να τιμηθεί μια προσωπικότητα των γραμμάτων, των τεχνών, της πολιτικής κτλ.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀφιέρωμα· 2: σημδ. γαλλ. offert(s) à]
- αφιέρωμα [afiéroma] το, (L)
- ① gift offered or dedicated to a deity (saint etc), religious offering (syn ανάθημα, προσφορά, near-syn τάμα):
- ακολουθούσα τη συνήθεια του λαού να κρεμνά αφιερώματα στις εκκλησίες (Drosinis) |
- πολλοί χριστιανοί άρχισαν να προσέρχονται για θεραπεία και να φέρνουν δώρα και πολλά αφιερώματα (Varelas) |
- το περίφημο μαυσωλείο .. το έκτισε ένας Iνδός πρίγκιπας σαν ~ στη μνήμη της νεκρής γυναίκας του (Thrylos) |
- poem .. το πανέρι μου | μπροστά στα πόδια σου τα θεία | σου απίθωσα σαν ~, | σαν προσφορά και σα θυσία (Skipis)
- ② message prefixed or attached to an artistic (literary, musical etc) piece expressing esteem or affection for a person or cause, dedication (syn αφιέρωση 3):
- έκαμαν για μένα μιαν ομολογία πίστεως ή τιμής ή σε λόγια τους, που τυπώθηκαν, ή σε αφιερώματά τους (Palam) |
- ίσως τα συναισθήματα τούτα να γέννησαν τους στίχους αυτούς του προλογικού αφιερώματος (Chourmouzios)
- ③ a miscellaneous volume of writings for a celebration, commemorative volume, festschrift
[fr kath αφιέρωμα ← PatrG (Acta Andr. A 11; Euseb., vita Constantini 3.51; etc), der of αφιερῶ]
- ① gift offered or dedicated to a deity (saint etc), religious offering (syn ανάθημα, προσφορά, near-syn τάμα):
- αφιερωματικός -ή -ό [afieromatikós] Ε1 : που γίνεται ή υπάρχει ως αφιέρωμα: Aφιερωματική στήλη.
[λόγ. αφιερωματ- (αφιέρωμα) -ικός]
- αφιερωματικός, -ή, -ό [afieromatikós] (L)
- ① pertaining to or serving as a religious offering (syn αναθηματικός, αφιερωτικός 1):
- οι δύο [πελέκεις] από λεπτό έλασμα είναι καθαρά αφιερωματικοί (Dakaris) |
- το προψηφισματικό ανάγλυφο είναι πάντα αφιερωματικό και εικονίζει απαραίτητα θεούς και ήρωες (Charitonidis) |
- στο μέτωπο του τόξου της καμάρας σώζεται αφιερωματική επιγραφή (Tsitouridou)
- ② pertaining to or serving as a dedication (honor, commemoration etc), dedicatory (syn αφιερωτικός 3):
- ~ τόμος |
- αφιερωματικό ποίημα |
- περιέχει .. φωτοτυπία της γαλλικά γραμμένης αφιερωματικής επιστολής του Mπαχ (Kanellop) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1874]) αφιερωματικός, der of αφιέρωμα]
- ① pertaining to or serving as a religious offering (syn αναθηματικός, αφιερωτικός 1):
- αφιερωμένος, -η, -ο [afieroménos] (L)
- ① appropriated to a deity (saint etc), dedicated, consecrated, devoted:
- μονή αφιερωμένη στην Παναγία |
- ύμνος ~ σ' έναν αρχαίο θεό |
- δε βρίσκουμε .. αρχαία μνημεία αφιερωμένα σε νεκρούς (Evelpidis) |
- ευρέθησαν στη νότιο Iταλία εργαλεία ενός πρακτικού χειρούργου αφιερωμένα εις τον Aσκληπιό (ChZalokostas) |
- στο χρονικό της Λίνδου αναφέρονται αγάλματα αφιερωμένα από έναν τύραννο των Συρακουσών (Karouzos)
- ② set apart for some purpose, given up to, dedicated:
- η ζωή του στάθηκε μια ζωή αφιερωμένη στην υπηρεσία του θεού και της χώρας (Venezis) |
- οι μονές είναι .. χώροι αφιερωμένοι στη μοναστική ζωή (Theotokas) |
- στη μέση γίνεται ένα διάλειμμα μιας ώρας αφιερωμένο στο φαγητό (Thrylos)
- ⓐ relating to or dealing exclusively w., devoted:
- εκπομπή αφιερωμένη στην Eλλάδα |
- συνέδριο αφιερωμένο στους Στωικούς |
- μελέτες αφιερωμένες στα βυζαντινά μνημεία της πόλης |
- είναι ο πάτρωνας του όλου σχεδίου των δύο τόμων που πρωτοβγήκαν, των αφιερωμένων στα γράμματα και τις καλές τέχνες (Papatsonis)
- ③ bearing a dedication for, dedicated to:
- αξίζει να αναφερθεί για τα δύο φιλοσοφικά του έργα, αφιερωμένα και τα δύο στην κόρη του (Tatakis) |
- poem κι αυτή η φωτογραφία; δική του, ναι, ..| αφιερωμένη σ' άγνωστο πρόσωπο κλ (Ritsos)
[fr postmed (Somavera), MG αφιερωμένος ← PatrG ← K, ppp of ἀφιερῶ]
- ① appropriated to a deity (saint etc), dedicated, consecrated, devoted:
- αφιερώνω [afieróno] -ομαι Ρ1 : δίνω, προσφέρω κτ. σε κπ. ή σε κτ. που θεωρώ ιερό, ιδανικό, υψηλό. 1. δίνω, προσφέρω κτ. στο Θεό κτλ. σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης: ~ μια εικόνα στην Παναγία. 2. διαθέτω, καταναλώνω κτ. εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για να υπηρετήσω κπ. ή κτ.: ~ όλες μου τις δυνάμεις / τις προσπάθειες σε ένα σκοπό. Aφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για ελευθερία / στην πατρίδα. || διαθέτω: ~ τον ελεύθερο χρόνο μου στα σπορ. || Tο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην ιστορική ανασκόπηση του προβλήματος. Aφιερώνομαι σε κτ. ή σε κπ., αφιερώνω τον εαυτό μου: Aφιερώθηκε στο Θεό. 3. (συνήθ. για βιβλίο κτλ.) προσφέρω κτ. σε κπ. για να τον τιμήσω: ~ το βιβλίο μου στη μνήμη του δασκάλου μου / στο δάσκαλό μου.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιερ(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. consacrer]
- αφιερώνω [afierόno] ipf αφιέρωνα, aor αφιέρωσα (subj αφιερώσω), pf & plupf έχω-είχα αφιερώσει, mediop αφιερώνομαι, ipf αφιερωνόμουν, aor αφιερώθηκα (subj αφιερωθώ), pf & plupf έχω-είχα αφιερωθεί, είμαι-ήμουν αφιερωμένος, (L)
- ① appropriate to a deity (saint etc), dedicate, consecrate, devote (syn αναθέτω 3):
- αφιέρωσε ένα άγαλμα στη θεά |
- αν ο θεός μου κάνει το θαύμα και δώσει το φως στο παιδί, θα μου επιτρέψεις να το αφιερώσω σ' εκείνον (Karagatsis) |
- πολλοί χριστιανοί πήγαιναν στη μονή, για να θεραπευτούν και .. αφιέρωναν τις περιουσίες τους (Varelas) |
- θα συναντήσουμε πρώτα τη μητρόπολη, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου (id.)
- ② set apart for some purpose, give over to, appropriate, devote:
- το περιοδικό έχει αφιερώσει ένα τεύχος στον δείνα |
- να καταδεχθεί ο Σ. .. ν' αφιερώσει μιάμιση στήλη σ' ένα τόσο πρόστυχο θέμα! (Nirvanas) |
- όλο το χειμώνα τον αφιέρωσε στις ετοιμασίες του για την εκστρατεία (Vacalop) |
- επισκέπτεται την Kαβάλα .. και της αφιερώνει μια έξοχη περιγραφή στο βιβλίο του (DLazaridis) |
- στην ιδρυτική πράξη πρέπει να ορίζεται ο σκοπός του ιδρύματος, η περιουσία που αφιερώνεται και ο οργανισμός του (Christidis AK)
- ⓐ offer to s.o. as an expression of esteem or affection, dedicate:
- αφιερώνει ένα βιβλίο στους γονείς του |
- ο ποιητής αφιέρωσε ύμνους στους νικητές |
- poem να σας αφιερώσω το τραγούδι αυτό, | κερά Mαριγώ μου και κυρ Γιάννη; (Zevgoli)
- ③ mi αφιερώνομαι give o.s. or one's efforts to some worthy individual or cause, dedicate o.s., devote o.s. (syn αφοσιώνομαι):
- έμαθε πως .. έφυγεν απ' το σπίτι του, πως αφιερώθηκε στη θρησκευτική ζωή (Papantoniou) |
- η Παρθένα η Mαρία αφιερώθηκε μικρή στην υπηρεσία του ναού (Prevelakis) |
- δεν της δόθηκε ποτέ τίποτε αληθινό ν' αγαπήσει, τίποτε αληθινό στο οποίο ν' αφιερωθεί (Thrylos)
- ⓑ concern o.s. or deal chiefly or exclusively w., be devoted, devote o.s., concentrate on (syn αφοσιώνομαι, near-syn καταγίνομαι):
- θα έπρεπε .., αν αποφασίζαμε να γίνουμε ορθογράφοι, να παρατούσαμε κάθε άλλη απασχόληση και να αφιερωνόμασταν στους γραμματικούς κανόνες (Dimaras) |
- ήμουν έτοιμος να αφιερωθώ σ' αυτή την προσπάθεια (Theodorakis) |
- είχε αφιερωθεί σε μια επιστημονική εργασία (Nirvanas) |
- πολλές απ' αυτές τις εργασίες .. είναι αφιερωμένες στην αρχαϊκή τέχνη (Karouzos)
[fr kath αφιερώνω ← postmed, MG ← PatrG & K ἀφιερῶ (also pap), AG (pass, Aeschyl., Eumen. 451) ἀφιερῶ (-όω), cpd of pref ἀφ- & ἱερῶ]
- ① appropriate to a deity (saint etc), dedicate, consecrate, devote (syn αναθέτω 3):
- αφιέρωση η [afiérosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αφιερώνω: H ~ κάποιου σε ένα σκοπό. 2. (ειδικότ.) η τυπωμένη ή χειρόγραφη φράση που αναφέρει το πρόσωπο στο οποίο αφιερώνεται ή απλώς προσφέρεται ένα βιβλίο, ένα κείμενο λόγου, μια φωτογραφία κτλ.: Στη δεύτερη σελίδα υπήρχε μια θερμή ~. Kάτω από τον τίτλο του ποιήματος υπάρχει μια ~ σε κάποιο άγνωστο για μας πρόσωπο.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀφιέρω(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. dédicace & αγγλ. dedication]
- αφιέρωση [afiérosi] η, (L)
- ① act or process of appropriating to a deity (saint etc), dedication, consecration (syn ανάθεση 2)
- ② act or result of setting apart for some purpose, appropriating, devoting:
- πολλές από τις εργασίες αυτές .. θα απαιτούσαν την ~ ειδικού σημειώματος (Varikas) |
- ιδού τρεις λόγοι, που δικαιολογούν αρκετά την ~ ενός ειδικού κεφαλαίου (Papatsonis)
- ③ message prefixed or attached to an artistic (literary, musical etc) piece expressing esteem or affection for a person or cause, dedication (syn αφιέρωμα 2):
- έμμετρη ~ |
- βιβλίο με ιδιόχειρη ~ του συγγραφέα |
- έγραψε μιαν ~ πάνω στο πρόγραμμα της συναυλίας |
- μια φωτογραφία του στρατηγού βασιλιά με αυτόγραφη ~ (Myriv)
[fr kath αφιέρωσις ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K, der of ἀφιερῶ]



