Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφθώδης -ης -ες
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφθώδης -ης -ες [afθóδis] Ε11 : (ιατρ.) για παθήσεις ή ασθένειες που συνοδεύονται από την εμφάνιση αφθών: ~ στοματίτιδα. ~ πυρετός, μολυσματική ασθένεια ζώων (βοοειδών, προβατοειδών κτλ.) που μεταδίδεται και στον άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. ἀφθώδης `που υποφέρει από άφθα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφθώδης, -ης, -ες [afθό∂is] (L) med
  • pertaining to or characterized by aphthae, aphthous:
    • ~ πυρετός vet aphthous fever, foot-and-mouth disease |
    • ~ στοματίτιδα, φυσαλίδα |
    • αφθώδες ζώο vet animal suffering fr foot-and-mouth disease

[fr kath αφθώδης ← AG (Hippocr, Epid. 3.3: ἀφθώδη στόματα), der of άφθα 'thrush']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες