Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφθόνως [afθόnos] adv (L)
- in great numbers or quantities, abundantly (syn in άφθονα):
- έχουν τεθεί φάρμακα και γιατροί στην πρόχειρη διάθεση του κοινού δωρεάν και ~ (Athanasiadis-N) |
- Έλληνες .. έρχονται ~ εδώ να συμπληρώσουν τις σπουδές τους (id.)
[fr kath αφθόνως ← K, AG, der of άφθονος]
- in great numbers or quantities, abundantly (syn in άφθονα):



