Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφθόνως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφθόνως [afθόnos] adv (L)
  • in great numbers or quantities, abundantly (syn in άφθονα):
    • έχουν τεθεί φάρμακα και γιατροί στην πρόχειρη διάθεση του κοινού δωρεάν και ~ (Athanasiadis-N) |
    • Έλληνες .. έρχονται ~ εδώ να συμπληρώσουν τις σπουδές τους (id.)

[fr kath αφθόνως ← K, AG, der of άφθονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες