Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφθονώ [afθonó] Ρ10.9α : υπάρχω σε μεγάλη ποσότητα, σε αφθονία, είμαι άφθονος. ANT σπανίζω: Aφθονούν τα φρούτα το καλοκαίρι.
[λόγ. άφθον(ος) -ώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφθονώ [afθonό] αφθονεί, ipf αφθονούσε, (L)
- ① exist or be present in profusion, abound, be abundant, be plentiful (syn πλήθω L, near-syn περισσεύω, πλεονάζω):
- αφθονεί η βλάστηση, το κυνήγι, το νερό, το χρήμα |
- αφθονούν τα δημητριακά, τα φρούτα |
- τα κορίτσια του είδους αυτού αφθονούν μεταξύ των φοιτητριών (Katsigra) |
- στα έργα τους αφθονεί αυτή η χάρη (Stasinop) |
- τα κουνούπια .. αφθονούσαν στους βάλτους (Karagatsis) |
- αυτό .. δεν εσήμαινε πως η φιλία αφθονούσε σε κάποιους άλλους καιρούς (Panagiotop)
- ② be full of, teem w., abound in (syn L βρίθω, γέμω):
- το βιβλίο αφθονεί σε πολύ αξιόλογες φαινομενολογικές αναλύσεις (Platis)
[fr kath (neol) αφθονώ; cf υπεραφθονώ]
- ① exist or be present in profusion, abound, be abundant, be plentiful (syn πλήθω L, near-syn περισσεύω, πλεονάζω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφθονών, -ούσα, -ούν [afθonόn] (L)
- existing in profusion, found in abundance, abounding:
- πήρε λοιπόν και τις πέτρες αυτές και με το γνωστότερο και αφθονούν είδος στη λαογραφική παραγωγή του τόπου τις ανέβασε στην περιοχή .. του μύθου (Spyrop)
[fr kath αφθονών, prp of αφθονώ]
- existing in profusion, found in abundance, abounding:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφθόνως [afθόnos] adv (L)
- in great numbers or quantities, abundantly (syn in άφθονα):
- έχουν τεθεί φάρμακα και γιατροί στην πρόχειρη διάθεση του κοινού δωρεάν και ~ (Athanasiadis-N) |
- Έλληνες .. έρχονται ~ εδώ να συμπληρώσουν τις σπουδές τους (id.)
[fr kath αφθόνως ← K, AG, der of άφθονος]
- in great numbers or quantities, abundantly (syn in άφθονα):



