Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφημένος, -η, -ο [afiménos] (rare αφεμένος LAkritas, & αφησμένος, sp. also αφισμένος)
- ① (having been) permitted to remain or caused to be in a certain position or condition, left, let:
- πόρτα αφημένη ανοιχτή |
- ~ στον εαυτό του left to himself, left to his own resources |
- να ιδούνε .. το γαλακτομπούρεκο, που θα τρώγανε το βράδυ, αφημένο χάμου στο πάτωμα· αίσχος (Terzakis) |
- η μελέτη του για τον Kαρκαβίτσα, ατέλειωτη αφησμένη, .. μας έδωκ' ένα σημάδι ενός τεχνίτη του κριτικού λόγου (Palam) |
- rembetiko song στο κατώφλι ένα γράμμα πεταμένο | και στην πόρτα αφημένα τα κλειδιά (IPetrop) |
- poem η κάμαρη όλη εφέγγιζεν απ' τη γαλάζια φλόγα | μιας χάλκινης λυχνίας γλυπτής απόμερα αφημένης (Panagiotop)
- ⓐ abandoned, deserted, left (syn εγκαταλειμμένος, παρατημένος):
- χωράφια αφημένα ακαλλιέργητα |
- ~ στο έλεος του θεού |
- ~ στην μοίρα του |
- τα παραλίμνια καφενεδάκια ήταν ακόμη κλειστά με τις καρέκλες και τα τραπέζια αφημένα κάτω απ' τα πλατάνια (TAthanasiadis) |
- παραθέτουμε τις περιπτώσεις παιδιών, που βρέθηκαν αφημένα στο δάσος και μεγάλωσαν .. μόνα τους (Geros) |
- το δειλό θρηνολογητό παράδερνε μέσα στη νύχτα, .. λες αφεμένο στην τύχη του (LAkritas) |
- poem και μια φορά δεν ήταν έρημα | όλα εδώ πέρα κι αφημένα (Skipis)
- ② let loose, released (syn αμολημένος, απολυμένος 1):
- ο βρικόλακας, ~ ελεύθερος μέσα στην κρύα νύχτα, ήταν φόβος να κάμει μεγαλύτερη καταστροφή (Karkavitsas) |
- είχε τα μαλλιά αφημένα στο δροσερό αγέρι (Proussis) |
- το αυτοκίνητο έτρεχε με όλη του τη δύναμη σαν άλογο με αφησμένο χαλινάρι (KPolitis)
- ⓑ having let o.s. go, released, abandoned, surrendered (syn εγκαταλειμμένος, παραδομένος):
- η καθεμιά τους είναι αφημένη και κλεισμένη μέσα στο δικό της όνειρο (Papanoutsos) |
- έγραψε κι αυτός ~ στη συμβολιστική διάχυση και αοριστία (Spandonidis) |
- ξάπλωσε ανάσκελα, ~ πάνω στο κρεβάτι (Tsitseli) |
- poem με την ψυχή του ολάκερη | αφημένη στο χορό του μαϊστραλιού (Sikel)
[fr postmed (1607) αφησμένος, ppp of αφήνω; cf δοσμένος (δίνω), σβησμένος (σβήνω) etc]
- ① (having been) permitted to remain or caused to be in a certain position or condition, left, let:



