Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφηγηματικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αφηγηματικός, επίθ.
  • Που σχετίζεται με την αφήγηση:
    • (Λίβ. N 2101).

[μτγν. επίθ. αφηγηματικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφηγηματικός -ή -ό [afijimatikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει στην αφήγηση ή στο αφήγημα, ή που έχει τα χαρακτηριστικά τους: Aφηγηματική τεχνική. ~ λόγος. Aφηγηματικό ύφος / κείμενο. || που αφηγείται: Tα αφηγηματικά και τα διαλογικά μέρη ενός διηγήματος, μυθιστορήματος κτλ.

[λόγ. < ελνστ. ἀφηγηματικός `που διηγείται΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηγηματικός, -ή, -ό [afiyimatikós] (L)
  • ① of or pertaining to narration, containing narration, narrative (syn διηγηματικός):
    • ~ λόγος, οίστρος, ρεαλισμός, τόνος |
    • αφηγηματική ιστορία, ομιλία, πεζογραφία, ποίηση, ταινία |
    • αφηγηματική απλότητα, δεξιοτεχνία, διάθεση, ενότητα, χάρη |
    • αφηγηματικό γράψιμο, διήγημα, τραγούδι, χρονικό |
    • αφηγηματικό ταλέντο |
    • αφηγηματικά και περιγραφικά χαρίσματα |
    • μένει πιστή στην κλασική αφηγηματική παράδοση (Karantonis) |
    • αφηγηματικό υλικό .. έφερναν κάθε τόσο μαζί τους όσοι ναυτικοί γύριζαν από τα ξένα (Kakridis) |
    • σπάζοντας τα καθιερωμένα αφηγηματικά καλούπια, εκφράζεται με τον τρόπο του εσωτερικού μονόλογου (LPolitis) |
    • το βιβλίο πρέπει να χρησιμοποιείται ως προς το αφηγηματικό του μέρος με προσοχή (Tsirpanlis)
  • ⓐ conveying a story, narrative:
    • αφηγηματική εικονογραφία |
    • δεν έπαψε να πλάθει, σ' αγάλματα ή σε αφηγηματικά ανάγλυφα, ωραία πρόσωπα (Kanellop) |
    • πρόθεση του ζωγράφου είναι η αφηγηματική πληρότητα (Pallas) |
    • χωρίζουμε τη δημοτική μουσική σε αργή αφηγηματική του τραπεζιού και σε γοργή ρυθμική του χορού (Loukatos)
  • ② characterized by the ability or propensity to narrate, given to narration:
    • ~ δάσκαλος, ζωγράφος |
    • στην κουβέντα του .. ήταν ή πλούσια ~ ή εκρηκτικός και παράφορος (Karantonis) |
    • οι φεύγοντες το Πάσχα από την Aθήνα γίνονται αφηγηματικοί ή έντονα μονολεκτικοί (Palaiologos, adapted) |
    • ο Σ. Συρόπουλος .. είναι πολύ αφηγηματικότερος από τον Λ. Xαλκοκονδύλη (Kanellop)

[fr kath αφηγηματικός ← MG ← LK, der of αφήγημα w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες