Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφηγηματικά [afiyimatiká] adv (L)
- as a story, in a narrative fashion, narratively:
- έφτιαξε .. εννέα πίνακες, που αναπαριστούν ~ το χρυσό θρύλο της αγίας (Kanellop) |
- το ιστορικό των προσώπων και των σχέσεών τους δεν σερβίρεται ~, περνάει στους διαλόγους (Melas) |
- δεν υπάρχει βέβαια πολλή δράση μέσα στις σελίδες του και η εξέλιξη του μύθου προχωρεί περισσότερο ~ (Sachinis)
[der of αφηγηματικός]
- as a story, in a narrative fashion, narratively:



