Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφηγηματικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφηγηματικά [afiyimatiká] adv (L)
  • as a story, in a narrative fashion, narratively:
    • έφτιαξε .. εννέα πίνακες, που αναπαριστούν ~ το χρυσό θρύλο της αγίας (Kanellop) |
    • το ιστορικό των προσώπων και των σχέσεών τους δεν σερβίρεται ~, περνάει στους διαλόγους (Melas) |
    • δεν υπάρχει βέβαια πολλή δράση μέσα στις σελίδες του και η εξέλιξη του μύθου προχωρεί περισσότερο ~ (Sachinis)

[der of αφηγηματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες