Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφηγήτρια [afiyítria] η, (L)
- female narrator (syn διηγήτρα):
- είναι κατά βάθος μια κλασική, για να μην πούμε καινότατη ~ (Karantonis) |
- την ίδια υποσυνείδητη λαχτάρα δείχνουν και για το ανδρικό κάλλος οι γυναίκες αφηγήτριες (Loukatos)
[neol (Koumanoudis: Palam 1888), der of αφηγητής]
- female narrator (syn διηγήτρα):



