Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφεντοχωριάτης [afendoxorjátis] ο, αφεντοχωριάτισσα [afendoxorjátisa] η, region.
- person who is or behaves like a wealthy and boorish peasant, parvenu (syn αρχοντοχωριάτης)
[cpd w. χωριάτης]



