Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφεντικός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφεντικός ο [afendikós] Ο17 θηλ. αφεντικίνα [afendiína] Ο26 : (στις περιπτώσεις που θέλουμε να τονίσουμε ή απλώς να δηλώσουμε το φύλο) αφεντικό. || (θηλ.) και για τη σύζυγο του αφεντικού.

[ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αφεντικός· αφεντικ(ό) -ίνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφεντικός -ή -ό [afendikós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που ανήκει ή που ταιριάζει σε αφέντη· αφεντάδικος.

[μσν. αφεντικός < αφέντ(ης) -ικός ή < ελνστ. αὐθεντικός `που έχει κύρος΄ (κατά το αυθέντης > αφέντης)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφεντικός1 [afendikós] ο,
  • ① = αφεντικό το 1:
    • poem κι ο νιος ~ ξυπνάει, γυρνάει, το ταίρι του αγκαλιάζει (Kazantz Od 14.839)
  • ② = αφεντικό το 1b:
    • ~ του μαγαζιού, του χωραφιού |
    • ~ του μουλαριού, του σκυλιού |
    • folkt μια φορά ήταν ένας γάιδαρος πολύ γερασμένος κι ο ~ του ήθελε να τον πετάξει (Loukatos)
  • ⓐ = αφεντικό το 1c:
    • να πεις στον αφεντικό σου .. να μην έχει υπηρεσία κακότροπη σαν κι εσένα (Nakou)

[substantiv. m of αφεντικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφεντικός2, -ή, -ό [afendikós]
  • ① of or pertaining to a lord or a master:
    • αφεντικό κτήμα, λιβάδι |
    • αφεντικά πρόβατα |
    • αφεντικά δικαιώματα
  • ② pertaining to or characteristic of a lord, lordly, stately, grand (near-syn αρχοντικός):
    • ~ γάμος |
    • αφεντική ζωή |
    • αφεντικό σπίτι |
    • ο Φ., ~ αγάς, κυρίευε δωπέρα (Vlachogiannis) |
    • poem και ανεμίζει στο νησί μ' αφεντικό καμάρι | της Bενετιάς το φλάμπουρο κλ (Palam) |
    • κι ο δούλος σώπαινε, μες στην παχιά χωριάτισσα καρδιά του | τις έγνοιες τις ψιλές, αφεντικές, να νιώσει δεν μπορούσε (Kazantz Od 18.997)

[fr postmed, MG αφεντικός ← αυθεντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες