Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφελληνίζω [afelinízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ. να χάσει την ελληνικότητά του. ANT εξελληνίζω: Οι κατακτητές προσπάθησαν να αφελληνίσουν τους υποδουλωμένους πληθυσμούς. Οι αφελληνισμένες περιοχές της M. Aσίας.
[λόγ. αφ- (δες απο-) ελληνίζω (διαφ. το ελνστ. ἀφελληνίζω `εξελληνίζω, εκπολιτίζω΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφελληνίζω [afelinízo] aor subj αφελληνίσω, mi αφελληνίζομαι, aor subj αφελληνιστώ, (L)
- ① remove the Greek character of, make non-Greek (ant ελληνίζω):
- δεν θα μας αφελληνίσει ο ευρωπαϊσμός |
- προσπάθησαν, κυριότατα με την παιδεία, ν' αφελληνίσουν την Kύπρο (Panagiotop)
- ② mi αφελληνίζομαι lose one's Greek character, become non-Greek (ant εξελληνίζομαι):
- τα ελληνικά νιάτα .. θα αφελληνίζονται με την αναπότρεπτη προσαρμογή στις καινούργιες πατρίδες τους (Papanoutsos) |
- [οι Kύπριοι] τάχα πρόκειται να αφελληνιστούν σύντομα, αν μείνουν ανεξάρτητοι (Christidis)
[fr kath (neol) αφελληνίζω, cpd of αφ' & ελληνίζω; cf K (Philo) ἀφελληνίζω 'hellenize thoroughly']
- ① remove the Greek character of, make non-Greek (ant ελληνίζω):



