Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφειδώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφειδώς [afi∂ós] adv (L)
  • unsparingly, unstintingly, lavishly, generously (syn αφειδώλευτα, ant φειδωλά):
    • το κόμμα χρηματοδοτείται ~ |
    • χρησιμοποιεί το αλάτι ~ |
    • τα μέσα της υλικής υποστηρίξεως παρέχονται ~ (Papatsonis) |
    • ξόδευε ~ σε φιλανθρωπίες (Tachtsis) |
    • παλάτια χτίζει και χαρίζει ~ ο ρεμπέτης (IPetrop) |
    • προσφέρουν τα πλούτη της πείρας τους ~ (PSolomos)

[fr kath αφειδώς ← K, AG (Ionic etc ἀφειδέως), der of αφειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες