Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφειδώς [afi∂ós] adv (L)
- unsparingly, unstintingly, lavishly, generously (syn αφειδώλευτα, ant φειδωλά):
- το κόμμα χρηματοδοτείται ~ |
- χρησιμοποιεί το αλάτι ~ |
- τα μέσα της υλικής υποστηρίξεως παρέχονται ~ (Papatsonis) |
- ξόδευε ~ σε φιλανθρωπίες (Tachtsis) |
- παλάτια χτίζει και χαρίζει ~ ο ρεμπέτης (IPetrop) |
- προσφέρουν τα πλούτη της πείρας τους ~ (PSolomos)
[fr kath αφειδώς ← K, AG (Ionic etc ἀφειδέως), der of αφειδής]
- unsparingly, unstintingly, lavishly, generously (syn αφειδώλευτα, ant φειδωλά):



