Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφασικός -ή -ό [afasikós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στην αφασία: Aφασικές βλάβες / διαταραχές.
[λόγ. < γαλλ. aphasique < aphas(ie) = αφασ(ία) -ique = -ικός]



