Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφασίας ο [afasías] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (οικ., προφ.) για πρόσωπο που παρουσιάζει ενδιαφέρον, που είναι ευχάριστο ή διασκεδαστικό: Mεγάλος ~ ο Πέτρος!
[αφασία2 -ς]