Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφαλός ο [afalós] & οφαλός ο [ofalós] Ο17 : το σημάδι που υπάρχει στο κέντρο της κοιλιάς του ανθρώπου και στο σημείο όπου, κατά την εμβρυϊκή ηλικία, κατέληγε ο ομφάλιος λώρος· ομφαλός. || ο ομφάλιος λώρος, που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα της μητέρας. ΦΡ μου λύθηκε ο ~ (από τα γέλια / από το φόβο), γέλασα / φοβήθηκα πάρα πολύ.
[μσν. *αφαλός (πρβ. αφάλι) < οφαλός με τροπή του αρχικού [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρ. στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-ofa > enafa > en-afa] < αρχ. ὀμφαλός με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφαλός [afalós] ο, (& οφαλός)
- ① navel, umbilicus, belly button (synn αφάλι 1):
- phr λύθηκε ο οφαλός του his navel came undone (said to be caused literally or figuratively by excessive laughter, fear, or physical exertion, or to be the cause of gastric pain) |
- κρατώντας τα λευκά του χέρια δεμένα απάνω από τον αφαλό του (Petsalis) |
- αντίκρυσε .. τον αφαλό, που βάθαινε σαν πηγαδήσιο στόμα (Koumantareas) |
- θάμπωσε ο ήλιος στη θωριά του οφαλού σου (KPolitis) |
- την ίδιαν ακριβώς απόσταση έχει ο δεξιός μαστός από τον αφαλό (Andronikos) |
- poem .. κάτι αέρια | στριφογυρνούν εδώ στον αφαλό μου (Stavrou Ar)
- ⓐ umbilical cord, navel string (syn αφάλι 1b):
- ο γιατρός έκοψε τον αφαλό του μωρού |
- phr εδώ έριξαν τον αφαλό του this is where they threw his navel string (believed to be the reason for s.o. being continuously or frequently at a certain place)
- ② fig small depression at the bottom of certain fruits opposite the stem, navel:
- πάρε ένα πορτοκάλι και πες πως είναι αβγό ψαριού· το μέρος που 'ναι το κοτσάνι και το άλλο που 'ναι ο ~ είναι οι πόλοι του αβγού (Segditsas)
- ③ central part or point, center, middle (syn αφάλι 2):
- για αιώνες η λογοτεχνία είχε τον άνθρωπο σαν κέντρο κι αφαλό της γης (Dizikirikis)
- ④ hub, boss, nave (syn L πλήμνη):
- ~ της ρόδας wheel hub |
- ~ της έλικας propeller boss |
- ~ της τροχαλίας pulley boss
- ⑤ ocean. circular sandy area at the bottom of the sea covered by weeds and frequented by fish
[fr postmed (Somavera), MG (Du Cange) αφαλός, der of AG (+) ὀμφαλός]
- ① navel, umbilicus, belly button (synn αφάλι 1):



