Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφαγία η [afajía] Ο25 & αφαγιά η [afajá] Ο24 : (οικ.) το να μην τρώει ή να μην έχει φάει κάποιος για σχετικά μακρό χρονικό διάστημα· αναφαγιά· (πρβ. πείνα, νηστεία): Έμεινε μισός από την ~.
[-ιά: α- 1 φαγ- (δες τρώω) -ιά· -ία: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφαγία η· αναφαγιά· αφαγιά.
-
- Στέρηση τροφής, ανεπαρκής σίτιση:
- η κοιλιά μου ηυκαίρησεν από την αφαγίαν (Προδρ. I 259).
[<επίθ. άφαγος + κατάλ. ‑ία. O τ. αφαγιά στο Somav. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. σε σχόλ. (LBG) και σήμ.]
- Στέρηση τροφής, ανεπαρκής σίτιση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφαγιά [afayá] η,
- lack of nourishment, starvation (syn ασιτία 1, ant διατροφή, σίτιση, τροφή):
- αδυνάτισε από την ~ |
- βάσταγε με τα δόντια μες στην ~ της κατοχής τη φαμελιά του (Zappas) |
- poem γιατί δε στέκει εμείς από ~, μα από σπαθιά να πάμε! (Kazantz Od 9.1329)
[fr postmed αφαγιά ← MG (Prodr. etc) αφαγία & αφαγιά, der of άφαγος]
- lack of nourishment, starvation (syn ασιτία 1, ant διατροφή, σίτιση, τροφή):



